κάδαμος

κάδαμος
κάδαμος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) τυφλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. που συνδέεται πιθ. με τους ομηρ. τ. κεκαδών, κεκαδήσει «βλάπτω, στερώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”